μεσήλιξ

μεσήλιξ
μεσῆλιξ, -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)
βλ. μεσήλικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσηλικιότης — μεσηλικιότης, ητος, ἡ (Μ) [μεσήλιξ] η μέση ηλικία, η ηλικία τού μεσηλίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσήλιξ με επίδραση τού ἡλικία] …   Dictionary of Greek

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… …   Dictionary of Greek

  • μεσηλικία — μεσηλικία, ἡ (Α) η μέση ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσῆλιξ (πρβλ. ομ ήλιξ > ομ ηλικία)] …   Dictionary of Greek

  • μεσσογενής — μεσσογενής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για τα δύο σσ βλ. μέσος) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ՄԻՋԱՀԱՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0278 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c ա.գ. μεσῆλιξ qui mediae aetatis est եւ media aetas. Միջակ հասակաւ կամ տիօք. երիտասարդ. չափահաս. եւ Միջակ հասակն. երիտասարդութիւն. առուգութիւն. *Ո՛վ խաչ բարձրաթեւ, մանկանց պահապան,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”